Σχεδόν 10 χρόνια από τη ζωή μου ή σύντομη περιγραφή της διδακτορικής μου διατριβής
Das Alphabetum vulgaris linguae graecae des deutschen Humanisten Martin Crusius (1526-1607). Ein Beitrag zur Erforschung der gesprochenen griechischen Sprache im 16. Jh. [Neograeca Medii Aevi VIII], Κολωνία: Romiosini, 2005. ISBN: 3929889714
Το βιβλίο βρίσκεται εκτός εμπορίου, μπορείτε να το κατεβάσετε σε μορφή PDF εδώ.
Βιβλιοκρισία: Elizabeth Jeffreys, The Journal of Hellenic Studies 127 (2007) 255-256
Η μονογραφία αυτή αποτελεί την ελαφρά αναθεωρημένη μορφή της διδακτορικής μου διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου· εντάσσεται στον χώρο της μεσαιωνικής και πρώιμης νεοελληνικής λεξικογραφίας και ο βασικός της κορμός αποτελείται από τη μερική έκδοση ενός προσωπικού και αυτόγραφου λεξικογραφικού έργου της δημώδους ελληνικής του 16ου αιώνα, που προέρχεται από τη γραφίδα του γερμανού ουμανιστή Μαρτίνου Κρούσιου (Martin Crusius [1526-1607]). Η έκδοση συμπληρώνεται από ενδελεχή μελέτη των λόγων που οδήγησαν τον Κρούσιο στη συγγραφή του έργου αυτού καθώς και από την περιγραφή της λεξικογραφικής του μεθόδου και των πηγών που αυτός χρησιμοποίησε (και στις οποίες περιλαμβάνονται φυσικοί ομιλητές της δημώδους ελληνικής της εποχής του).
Ο Κρούσιος επί δεκαπέντε περίπου χρόνια (1575-1589) επιδίωξε να μάθει συστηματικά την ομιλουμένη ελληνική γλώσσα της εποχής του· για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε πρώιμες νεοελληνικές βενετικές εκδόσεις (η συλλογή του είναι η μεγαλύτερη στον βορειοευρωπαϊκό χώρο) και από το 1579 και εξής ομιλητές της ελληνικής που, περιπλανώμενοι στην Ευρώπη (με σκοπό συνήθως την αναζήτηση χρημάτων για εξαγορά συγγενών τους από την οθωμανική αιχμαλωσία), περνούσαν ώρες ή μερικές φορές ολόκληρες μέρες μαζί του στο Tübingen. Με τη βοήθεια δεκατριών πληροφοριοδοτών ο γερμανός ουμανιστής διάβασε τις γραπτές πηγές της πρώιμης νεοελληνικής που είχε στη διάθεση του και σημείωσε στα περιθώρια των ίδιων των εκδόσεων ή σε ένα ειδικό σημειωματάριο ερμηνεύματα άγνωστων σε αυτόν λέξεων. Συνολικά το χειρόγραφο αυτό σημειωματάριο του Κρούσιου αποτελείται από περίπου 200 πυκνογραμμένες σελίδες.
Στο σημειωματάριο αυτό (τμήμα σήμερα του σύμμεικτου κώδικα Mb 37 της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Tübingen) περιέχονται επίσης εκτεταμένες περιγραφές των επισκεπτών αυτών (γραμμένες στη λατινική γλώσσα) καθώς και γλωσσικό υλικό που προέρχεται από συνομιλίες του μαζί τους. Ο Κρούσιος καταγράφει συστηματικότερα τον προφορικό λόγο τεσσάρων φυσικών ομιλητών (κατά τα έτη 1579, 1581 και 1582) κάνοντας τους ερωτήσεις ή ζητώντας τους (σε μία περίπτωση) να του αφηγηθούν περιστατικά από τη ζωή τους. Σημειώνει έτσι στο σημειωματάριο αυτό ολόκληρες φράσεις ή μεμονωμένες λέξεις της δημώδους ελληνικής της εποχής του (συνήθως αντικείμενα καθημερινής χρήσης) και τα ερμηνεύματα τους (στη λατινική, αρχαία ελληνική, γερμανική και σποραδικά ιταλική γλώσσα)· αν οι πληροφοριοδότες του είναι εγγράμματοι, τους παροτρύνει να σημειώσουν κάτι με το δικό τους χέρι. Το γλωσσικό αυτό υλικό συμπληρώνεται από πλήρη περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης και της προέλευσης των πληροφοριοδοτών του μαζί με λεπτομέρειες της βιογραφίας τους.
Με τις δύο αυτές μεθόδους, της ανάγνωσης γραπτών πηγών και των “συνεντεύξεων’’ με φυσικούς ομιλητές ο Κρούσιος συγκέντρωσε στα περιθώρια των εκδόσεων και σε διάφορα σημειωματάρια πάνω από 17.000 γλωσσικούς τύπους (μεμονωμένες λέξεις ή φράσεις) μαζί με τα ερμηνεύματά τους. Για να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί το γλωσσικό αυτό υλικό στην πληρότητά του ο γερμανός ουμανιστής προέβη στην αναδιοργάνωσή του (ξεκινώντας τη δραστηριότητά του στις 20 Απριλίου 1579, βλ. σελ. 107) χρησιμοποιώντας μια εξαιρετικά ιδιόρρυθμη μέθοδο.
Ο Κρούσιος ξαναγράφει τις πρώιμες νεοελληνικές λέξεις που συνέλεξε μαζί με τα ερμηνεύματα τους στα περιθώρια του προσωπικού του αντιτύπου μιας συλλογής γραμματικών σχολίων για την Αρχαία Ελληνική που εκδόθηκε στην Βενετία το 1496· το λεξικογραφικό αυτό έργο περιέχει αλφαβητικά οργανωμένες λέξεις της Αρχαίας Ελληνικής. Ο Κρούσιος χρησιμοποιεί τα φαρδιά περιθώρια του τυπωμένου βιβλίου αντί για απλά φύλλα χαρτιού και ακολουθεί την αλφαβητική οργάνωση των λέξεων της Αρχαίας ως οδηγό για την αλφαβητική οργάνωση των δικών του λημμάτων (βλ. την περιγραφή της μεθόδου αυτής στο κεφάλαιο ΙΙΙ όπου αναλύεται συνολικά το ιδιόρρυθμο αυτό γλωσσάριο του Crusius και ειδικά τις σελ. 110-121 με φωτογραφίες από το αντίτυπο του Κρούσιου). Στο λεξικογραφικό του έργο ο Κρούσιος έδωσε τον τίτλο Αlphabetum vulgaris linguae graecae. Το Alphabetum παρέμεινε άγνωστο για περίπου τέσσερις αιώνες μέχρι την ανακάλυψη της ύπαρξής του από τον καθηγητή D. Harlfinger το 1994.
Πρόκειται με άλλα λόγια για το πρώτο χρονολογικά εκτεταμένο λεξικογραφικό έργο της πρώιμης νεοελληνικής που δημιουργήθηκε όμως για προσωπική χρήση του συντάκτη του και είναι διαμορφωμένο ειδικά για να καλύψει τις δικές του ανάγκες. Το μεγαλύτερο μέρος των πρωτογενών του πηγών έχει σωθεί ως τις μέρες μας· η ανασυγκρότηση της μεθόδου του λεξικογράφου μέσα από τη συλλογή σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων όλων των “γλωσσῶν” που ο ίδιος συνέλεξε από τα γραπτά κείμενα και τους πληροφοριοδότες του αποτέλεσε τον αρχικό στόχο της έρευνάς μου. Η σύγκρισή του υλικού αυτού με τα λήμματα του Alphabetum, που επίσης συλλέχθηκαν με τη βοήθεια βάσεων δεδομένων, κατέδειξε ότι μια πλήρης έκδοση του Alphabetum δεν θα αναθεωρούσε ριζικά τα στοιχεία που διαθέτουμε για την ελληνική γλώσσα του 16ου αιώνα, γι’ αυτό και δεν κρίθηκε απαραίτητη η έκδοση του υλικού στο σύνολό του. Ο λεξικογράφος αναπαράγει στο Alphabetum την ιδιόρυθμη ορθογραφία των εκδόσεων της Βενετίας που χρησιμοποίησε, δημιουργώντας έτσι σε πολλές περιπτώσεις “ghostwords”, συλλέγει μαζικά υλικό με πάμπολλες επαναλήψεις, ενώ η επιλογή των γλωσσικών τύπων είναι μάλλον τυχαία και σε καμιά περίπτωση συστηματική ή αντιπροσωπευτική των κειμένων που διάβαζε. Τα προβλήματα αυτά, που έκαναν άτοπο το εγχείρημα της πλήρους έκδοσης του λεξικογραφικού αυτού έργου, δεν ισχύουν για ένα μικρό τμήμα του λεξικού του Crusius (περίπου 670 λήμματα) που προέρχεται από τις συνομιλίες του με φυσικούς ομιλητές της ελληνικής γλώσσας της εποχής του. Το υλικό αυτό εκπροσωπεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα καταγραφής αυτούσιας προφορικής γλώσσας του 16ου αιώνα (αν όχι το μοναδικό). Η πορεία προς την τμηματική έκδοση του Alphabetum καθώς και το αντικείμενο, οι στόχοι και η οργάνωση του βιβλίου περιγράφονται στο κεφ. Ι (σελ. 13-23).
Η τμηματική έκδοση (κεφ. VI, σελ. 245-320) έδωσε επομένως προτεραιότητα στην έκδοση του πρωτογενούς γλωσσικού υλικού που προέρχεται με απόλυτη βεβαιότητα από πληροφορίες φυσικών ομιλητών της εποχής και στην παρουσίαση του με τρόπο που διευκολύνει το σημερινό αναγνώστη. Τα λήμματα παρατίθενται με τη μορφή ακριβώς που απαντούν στο αυτόγραφο του Crusius, όλες οι απαραίτητες διορθώσεις γίνονται αποκλειστικά στο κριτικό υπόμνημα της έκδοσης. Στο υπόμνημα πηγών καταγράφεται ο πληροφοριοδότης από τον οποίο προέρχεται κάθε λήμμα· η πληροφορία αυτή σε συνδυασμό με την εξαντλητική περιγραφή των πληροφοριοδοτών (στο κεφ. V με τίτλο “Graeci Homines”, σελ. 159-244) επιτρέπει στον αναγνώστη να αξιολογήσει με ακρίβεια το γλωσσικό υλικό που παρέχεται στην έκδοση. Η αλφαβητική κατάταξη των λημμάτων γίνεται με τη βοήθεια κανονιστικών λημμάτων που βασίζονται σε σύγχρονα λεξικογραφικά έργα (κυρίως στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Ε. Κριαρά). Κάθε λήμμα συνοδεύεται από γερμανική μετάφραση και σύντομες σημειώσεις.
Η απάντηση στο εύλογο ερώτημα για την αξιοποίηση του μοναδικού αυτού υλικού για τη διερεύνηση της ιστορίας των νεοελληνικών διαλέκτων οφείλει να λάβει υπόψη της σοβαρά προβλήματα μεθόδου που σχετίζονται με το γεγονός ότι πρόκειται για καταγραφή προφορικού λόγου από έναν μη φυσικό ομιλητή της ελληνικής. Ο Crusius δεν ήταν σε θέση να προσλάβει π.χ. φθόγγους που δεν περιλαμβάνονται στο φωνολογικό σύστημα της γερμανικής όπως το άηχο τριβόμενο [θ] το οποίο προσλαμβάνει ως [f] ή το οδοντικό [ɣ] που συγχέεται συχνά με το [ð] ή δεν καταγράφεται καθόλου (βλ. σχετικά σελ. 170-176). Μπορούμε επίσης να εντοπίσουμε στοιχεία που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι οι πληροφοριοδότες είχαν την τάση να χρησιμοποιούν μη διαλεκτικούς τύπους είτε για να διευκολύνουν τη συνεννόηση με τον Γερμανό ουμανιστή είτε λόγω μιας υποσυνείδητης τάσης να του παρουσιάσουν μια πιο “καθαρή” μορφή της προφορικής γλώσσας. Τα προβλήματα αυτά κάνουν δύσκολη την ανάλυση του υλικού σε αρκετές περιπτώσεις αλλά δεν αναιρούν τη συνολική του αξία ως σημαντικού τεκμηρίου για την ιστορία της ελληνικής κατά τον 16ο αιώνα. Η σχετική ανάλυση του γλωσσικού υλικού γίνεται στο πλαίσιο της περιγραφής των πληροφοριοδοτών του Crusius στο κεφάλαιο V με τίτλο ‘Graeci Homines’.
Στο κεφάλαιο αυτό (σελ. 245-320) επιχειρείται η αναλυτική περιγραφή των τεσσάρων πληροφοριοδοτών με βάση τις χειρόγραφες σημειώσεις του Crusius. Εδώ οργανώνονται και παρουσιάζονται στον αναγνώστη όλες οι πληροφορίες για την προέλευσή των πληροφοριοδοτών αυτών (Στερεά Ελλάδα, Κύπρος, Κόρινθος, Σαντορίνη), τη διαδρομή που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουν στο Tübingen, τις γλωσσικές τους γνώσεις (αν ήταν εγγράμματοι ή όχι, ποιες άλλες γλώσσες τυχόν γνώριζαν, πώς γινόταν η συνεννόηση με τον γερμανό ουμανιστή), τον ρόλο τους ως πληροφοριοδότες του Κρούσιου (ποια κείμενα διάβασαν και πώς ακριβώς συνεργάστηκαν μαζί του, πόσο χρόνο παρέμειναν στο Tübingen), ενώ καταγράφονται και όπου είναι απαραίτητο σχολιάζονται όλες οι αναφορές τους στη χρήση της ελληνικής και των διαλέκτων κατά τον 16ο αιώνα και όλα τα δείγματα λόγου που περιέχονται στο σημειωματάριο του Crusius (είτε είναι γραμμένα από το δικό τους χέρι είτε από το χέρι του Crusius) σε συνδυασμό με φωτογραφίες από το χειρόγραφο. Ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι ιστορικές πληροφορίες για τους πληροφοριοδότες του Κρούσιου και τις περιοχές από τις οποίες προέρχονται.
Ένα υποκεφάλαιο στην ανάλυση του υλικού κάθε πληροφοριοδότη είναι αφιερωμένο στη γλωσσική ανάλυση του παραδιδόμενου υλικού με επισήμανση τόσο προβλημάτων που συνδέονται με την ικανότητα του Crusius να αποδώσει τον προφορικό λόγο των πληροφοριοδοτών του, όσο και ζητημάτων που αφορούν στη γλωσσική μορφή μεμονωμένων λέξεων ή φράσεων. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η γενική αντιμετώπιση του υλικού αυτού είναι συντηρητική· ο στόχος είναι να αποδοθεί με όσο πιο πιστό τρόπο γίνεται το χειρόγραφο υλικό και να παραχθούν στον αναγνώστη όλες οι πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες για να τον διευκολύνουν στην εξαγωγή των δικών του συμπερασμάτων.
Σε ένα επιπλέον κεφάλαιο της εισαγωγής (κεφ. ΙΙ, σελ. 27-93) γίνεται εκτενής λόγος για τα κίνητρα που οδήγησαν τον Γερμανό ουμανιστή στην εκμάθηση της ελληνικής του 16ου αιώνα. Το αναλυτικό αυτό κεφάλαιο κρίθηκε απαραίτητο καθώς σε αντίθεση με την παλαιότερη βιβλιογραφία, που απέδιδε τη δραστηριότητα του στις “φιλελληνικές” του διαθέσεις, στάθηκε δυνατή – μέσα από τη μελέτη των καταλοίπων του Crusius – η σύνδεση της δραστηριότητάς του σε σχέση με τη δημώδη ελληνική με σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα. Η ανάπτυξη (στα έτη 1573-1581) ενός θεολογικού διαλόγου μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και της Προτεσταντικής εκκλησίας της Βυττεμβέργης αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για τις (πρώιμες) «νεοελληνικές» σπουδές του Crusius.
Στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού ο γερμανός ουμανιστής ανέπτυξε ενδόμυχες ιεραποστολικές φιλοδοξίες· στο χειρόγραφο ημερολόγιο του σώζεται ένα θεωρητικό σχέδιο για δραστηριότητες (βλ. σελ. 87-93) με σκοπό τη διάδοση της λουθηρανικής πίστης στην ελληνόφωνη Ανατολή με τη βοήθεια εκδόσεων σε δημώδη γλώσσα (ιδιαίτερα μιας μετάφρασης της Βίβλου). Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού – που δεν τέθηκε πάντως ποτέ σε εφαρμογή – καταδεικνύει ότι η ενασχόλησή του με τη δημώδη ελληνική δεν ήταν τυχαία και εντάσσεται στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε οπωσδήποτε και η ιδιαίτερη σχέση του Κρούσιου με την Αρχαία Ελληνική γλώσσα (βλ. σελ. 27-56) που ο ίδιος περιγράφει με τον όρο «φιλελληνία» και με την οποία εξηγεί το “επιστημονικό” ενδιαφέρον του για την ομιλουμένη μορφή της ελληνικής της εποχής του (βλ. π.χ. στη σελ. 78 την επιστολή του Crusius προς τον πρωτονοτάριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Θεοδόσιο Ζυγομαλά). Η ανάλυση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα το “φαινόμενο” Crusius: πρόκειται για τον μοναδικό ουμανιστή που ασχολείται με τη δημώδη ελληνική γλώσσα κατά τον 16ο αιώνα. Η ενασχόλησή του δεν βρίσκει στην ουσία συνεχιστές καθώς συνδέεται άμεσα τόσο με την προσωπικότητά του όσο και με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του.
Στο κεφ. IV (σελ. 125-157) περιγράφεται το ιστορικό της ενασχόλησης του Κρούσιου με τη δημώδη γλώσσα, από την πρώτη ανάγνωση κατά τα έτη 1571-1575 βενετικών εκδόσεων ως την αρχή της συνεργασίας του με πληροφοριοδότες από το έτος 1579 και εξής. Η περιγραφή αυτή συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του τρόπου εργασίας του Κρούσιου και των ενδιαφερόντων του κατά την ανάγνωση των κειμένων και φωτίζει τη διαδικασία που οδήγησε στην επιλογή των «γλωσσῶν» που συμπεριλήφθηκαν ακολούθως στο Alphabetum.
Στη μονογραφία περιλαμβάνεται παράρτημα με κατάλογο των βενετικών εκδόσεων που χρησιμοποιήθηκαν από τον Κρούσιο με καταγραφή όλων των σημειωμάτων του σε αυτές και τα οποία αναφέρονται στη συνεργασία του με τους πληροφοριοδότες (σελ. 321-350· στον κατάλογο αυτό γίνονται συνεχείς παραπομπές στο κεφ. IV). Ένα δεύτερο παράρτημα περιλαμβάνει εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν από τον Κρούσιο κατά τη συνεργασία του με τους πληροφοριοδότες.
Η μελέτη συμπληρώνεται από την απαραίτητη αναλυτική βιβλιογραφία.
Η διατριβή τιμήθηκε το 2004 με το βραβείο του ιδρύματος Karl H. Ditze για τις καλύτερες διατριβές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.